Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
εισαγωγικά :
Η αναβίωση του καθαρά θεωρητικού πνεύματος είναι το αληθινό νόημα της επιστημονικής αναγέννησης και σε αυτό ακριβώς συνίσταται και η συγγένειά της με το ελληνικό πνεύμα το οποίο έπαιζε αποφασιστικό ρόλο σε όλη την Αναγέννηση. Από τις αρχές των νέων χρόνων σταματά η καθυπόταξη της φιλοσοφίας στους σκοπούς της πρακτικής, ηθικής και κυρίως της θρησκευτικής ζωής η οποία χαρακτήριζε την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
Ο σκοπός της επιστημονικής έρευνας στην Αναγέννηση είναι η γνώση της πραγματικότητας. Η θεωρητική τάση, όπως είχε συμβεί και στο ξεκίνημα του ελληνικού στοχασμού, προσανατολίστηκε ουσιαστικά στη φυσική επιστήμη. Το νεότερο πνεύμα, που είχε αφομοιώσει τα επιτεύγματα της όψιμης αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, αισθάνεται τώρα ότι – σε σχέση με το αρχαίο-έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό του, εσωτερικότητα και βάθος. .
Το νεότερο πνεύμα , που είχε συνείδηση της συγγένειάς του με το αρχαίο στράφηκε αρχικά προς την αρχαιότητα παρόλο τη γεμάτη πάθος ορμή του προς το νέο. Δέχτηκε την γνώση της αρχαίας φιλοσοφίας, που την προσέφερε η ανθρωπιστική κίνηση, και με την έντονη αντίθεσή του στη μεσαιωνική παράδοση ανανέωσε τα συστήματα της ελληνικής φιλοσοφίας. Στη συνολική ιστορική πορεία η επιστροφή στην αρχαιότητα εμφανίζεται ως μια αυθόρμητη προετοιμασία του νεότερου πνεύματος για το δικό του έργο. Με τη βίωση του εννοιολογικού οικοδομήματος των Ελλήνων το νεότερο πνεύμα μπόρεσε να δαμάσει εννοιολογικά τη δική του πλούσια ζωή. Η επιστήμη άφησε τον αινιγματικό της χώρο της εσωτερικότητας και καταπιάστηκε με όλες τις δυνάμεις της με τη διερεύνηση της φύσης, ανοίγοντας νέους και πλατείς δρόμους.
Η ιστορία της φιλοσοφίας της Αναγέννησης είναι η σταδιακή προετοιμασία για τη θεώρηση του κόσμου κάτω από το πρίσμα της φυσικής επιστήμης, η οποία συντελείται με την ουμανιστική ανανέωση της ελληνικής επιστήμης. Η ιστορία αυτή διαιρείται σε δυο περιόδους. Την ανθρωπιστική και τη φυσιογνωστική. Σημείο τομής των δυο περιόδων μπορεί να θεωρηθεί το έτος 1600. Στην πρώτη περίοδο η μεσαιωνική παράδοση υποχωρεί στη γνήσια ελληνική παράδοση. Ο 15ος και ο 16ος αιώνας είναι πλούσιοι σε πολιτισμικά – ιστορικά ενδιαφέροντα και σε λογοτεχνική παραγωγή και παρουσιάζουν από φιλοσοφική άποψη εκείνη τη μετατόπιση της προηγούμενης σκέψης μέσα από την οποία παρουσιάζονται οι νέες ιδέες. Η δεύτερη περίοδος περιλαμβάνει τις απαρχές της νεότερης φυσιογνωστικής έρευνας που προσπαθεί να κατακτήσει την αυτονομία της και τα μεγάλα μεταφυσικά συστήματα του 17ου αιώνα στα οποία οδήγησε αυτή η έρευνα.
Οι δυο χρονικές περίοδοι αποτελούν ένα σύνολο. Στο εσωτερικό κίνητρο του ανθρωπιστικού φιλοσοφικού ρεύματος βρίσκεται η ίδια η ορμή για μια εντελώς νέα γνώση του κόσμου, που τελικά εκπληρώθηκε με την διαμόρφωση των φυσικών επιστημών. Ο τρόπος με τον οποίο συντελέστηκε η εξέλιξη αυτή, οι εννοιολογικοί τύποι στους οποίους αποτυπώθηκε εμφανίζουν σε όλες τις εκφάνσεις τους μια εξάρτηση από την ελληνική φιλοσοφία. Η νεότερη φυσική επιστήμη είναι θυγατέρα του ουμανισμού.
Η αφετηρία της ανθρωπιστικής φιλοσοφικής κίνησης βρίσκεται στην αντίθεση ανάμεσα στην φιλοσοφία του Μεσαίωνα που καταρρέει και στα πρωτότυπα έργα των ελλήνων στοχαστών που από τον 15ο αιώνα γίνονται γνωστά. .Με ενδιάμεσους σταθμούς τη Φλωρεντία και τη Ρώμη έρχεται από το Βυζάντιο ένα μορφωτικό ρεύμα που αλλάζει τη πορεία της ευρωπαϊκής σκέψης.
Επομένως, η ουμανιστική αναγέννηση, η αναβίωση της κλασικής αρχαιότητας. αποτελεί τη συνέχεια και την ολοκλήρωση του Μεσαίωνα ο οποίος ήταν μια διαρκής διαδικασία γνώσης,. προσέγγισης με την αρχαιότητα. Η διαδικασία αυτή αποτελούσε μια αντίστροφη πορεία των κινημάτων της Αρχαιότητας και φτάνει στο τέλος της όταν γίνονται γνωστά όλα τα στοιχεία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας . Σε αυτά τα στοιχεία περιορίζεται και η σημερινή μας γνώση για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Η γνωριμία με τα πρωτότυπα ελληνικά κείμενα και η διάδοση της ανθρωπιστικής παιδείας προκαλούν αρχικά στην Ιταλία και στη συνέχεια στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αγγλία, μια κίνηση αντίθετη στην σχολαστική φιλοσοφία . Η κίνηση αυτή είναι αντίθετη στον τρόπο με τον οποίο ο μεσαίωνας ερμήνευε την ελληνική φιλοσοφία. Συγκεκριμένα, απορρίπτει την μέθοδο που οδηγεί σε αναμφισβήτητα συμπεράσματα με αφετηρία προτάσεις που λαμβάνονται ως apriori δεδομένα και αρνείται την άχαρη τραχύτητα της λατινικής γλώσσας των μοναστηριών . Η κίνηση αυτή θα επικρατήσει με την ανάπλαση των αρχαίων διανοημάτων, με τη γεμάτη φρεσκάδα και παραστατική δύναμη ανθρώπων που είχαν όρεξη για τη ζωή.
Ασφαλώς το ρεύμα που έφερε τις ανατροπές στο χώρο της φιλοσοφικής σκέψης δεν ήταν ενιαίο. Οι δυο βασικές του κατευθύνσεις έχουν σημεία αναφοράς τα οργανωμένα φιλοσοφικά συστήματα του 4ου αιώνα π.Χ. Υπάρχουν από τη μια πλευρά οι οπαδοί της πλατωνικής φιλοσοφίας, οι οποίοι στο μεγαλύτερο μέρος τους θα ήταν σωστό να αποκληθούν νεοπλατωνικοί και από την άλλη οι αριστοτελικοί που έχουν διασπαστεί σε αντιμαχόμενες ομάδες ανάλογα με τους παλαιότερους σχολιαστές που ακολουθούν. Παράλληλα εμφανίστηκαν και οι παλαιότερες διδασκαλίες της ελληνικής κοσμολογίας, των φιλοσόφων της Ιωνίας και των πυθαγορείων. Επίσης, ενισχύθηκε η δημοκρίτεια και η στωϊκή αντίληψη για τη φύση και αναβίωσε ο σκεπτικισμός και ο λαϊκιστικός εκλεκτισμός.
Συνεπώς, η φιλοσοφία της Αναγέννησης βασίζεται άμεσα στην ελληνική φιλοσοφία . Η σύνδεση του ουμανισμού και της φιλοσοφίας της φύσης σχετίζεται με τον Πλάτωνα και αντιτίθεται στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη.
η πρόσληψη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη στην Αναγέννηση.
Η Ακαδημία της Φλωρεντίας που ιδρύθηκε από τον Κοσμά τον Μέδικο ήταν η έδρα του πλατωνισμού.Την πρώτη ώθηση είχε δώσει ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός συγγραφέας πολλών σχολίων, επιτομών και ενός συγγράμματος για την διαφορά της αριστοτελικής από την πλατωνική θεωρία.
Η ανανέωση της αρχαίας γραμματείας αποτελεί κυρίως ενίσχυση του πλατωνισμού. Το ουμανιστικό ρεύμα βρίσκεται σε κίνηση από τον καιρό του Πετράρχη και του Βοκκάκιου και πηγάζει από το ενδιαφέρον για την κοσμική ρωμαϊκή λογοτεχνία. Το ρεύμα αυτό επιβάλλεται στην Ιταλία από τους βυζαντινούς λογίους που μετοίκησαν στην Ιταλία. Ανάμεσα σε αυτούς υπάρχουν οπαδοί της αριστοτελικής και της πλατωνικής φιλοσοφίας. Οι πλατωνικοί αντιπροσωπεύουν κάτι το άγνωστο και για αυτό εντυπωσιάζουν. Στη Δύση είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι ο Αριστοτέλης ήταν ο φιλόσοφος που συμφωνούσε με την επίσημη διδασκαλία της εκκλησίας. Οι αντίπαλοι της διδασκαλίας αυτής αναζητούσαν κάτι νέο το οποίο πίστεψαν ότι βρήκαν στον Πλάτωνα. Ο πλατωνισμός ενισχύεται στη Δύση και εξαιτίας της γοητείας που ασκούσαν τα κείμενα του Πλάτωνα την οποία η αναγέννηση μπορούσε να την αισθανθεί περισσότερο από κάθε άλλη εποχή. Η Ιταλία κυριεύεται από θαυμασμό για τον Πλάτωνα ανάλογο με αυτόν που είχε παρατηρηθεί στο τέλος της Αρχαιότητας. Άμεσο επακόλουθο ήταν η δραστηριοποίηση της Ακαδημίας της Φλωρεντίας όπου με την προστασία των Μεδίκων, αναπτύχθηκε μια πραγματικά πλούσια επιστημονική ζωή. Οι επικεφαλής της Ακαδημίας της Φλωρεντίας Πλήθων Γεμιστός και Βησσαρίων τιμούνται όσο και οι αρχηγοί των νεοπλατωνικών σχολών παλαιότερα.
Η βυζαντινή παράδοση μέσα από την οποία γίνεται δεκτή η πλατωνική διδασκαλία ήταν νεοπλατωνική. Ό,τι διδασκόταν στη Φλωρεντία ως πλατωνισμός ήταν στην ουσία νεοπλατωνισμός. Ο Marsilio Ficino μετέφρασε Πλωτίνο και Πλάτωνα ενώ το έργο του Theologia Platonica δεν διέφερε πολύ από τη θεολογία του Πρόκλου. Ο πλατωνισμός της Αναγέννησης προβάλλει κυρίως την ομορφιά του σύμπαντος Για αυτόν θεότητα είναι το unomnia (εν παν), μια υπέρτερη κοσμική ενότητα που περικλείει αρμονικά την πολλαπλότητα. Με τον τρόπο αυτό μπόρεσε να εξυμνήσει με αφάνταστα γοητευτικό τρόπο την απεραντοσύνη του σύμπαντος , για να καταλήξει σε μια μεταφυσική του φωτός, όπου η θεότητα δοξάζεται ως omnilucentia ( πάμφωτη). Ο πανθεϊστικός χαρακτήρας αυτής της θεώρησης, αρκούσε για να κάνει τον πλατωνισμό ύποπτο στους εκκλησιαστικούς κύκλους και να δώσει ένα κατάλληλο πρόσχημα για να τον καταπολεμήσουν. Την ευκαιρία την εκμεταλλεύονται όχι μόνο οι σχολαστικοί οπαδοί της αριστοτελικής φιλοσοφίας αλλά και οι υπόλοιποι αντίπαλοι του πλατωνισμού. Οι πλατωνικοί κατηγορούν τον νέο ουμανιστικό προσανατολισμό για τις φυσιοκρατικές του τάσεις και τονίζουν την συγγένεια που είχε με τον χριστιανισμό ο δικός τους προσανατολισμός προς το υπεραισθητό. Τα δυο μεγάλα ρεύματα της ελληνικής φιλοσοφίας αντιπαλεύουν το ένα το άλλο ότι δεν είναι χριστιανικό. Ο Πλήθων με το πνεύμα αυτό καταπολέμησε τους αριστοτελικούς στο έργο του «Νόμων Συγγραφή», με αποτέλεσμα να καταδικαστεί από τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Γεννάδιο. Με το ίδιο πνεύμα ο Γεώργιος Τραπεζούντιος επιτίθεται στην Ακαδημία, και σε ηπιότερους τόνους τον αντικρούει ο Βησσαρίων. Συνεπώς, στην Αναγέννηση ανανεώνεται η παλαιά έχθρα των αριστοτελικών προς τους πλατωνιστές . Μάταια κάποιοι όπως ο Lenicus Thomaeus προσπαθούν να καταστήσουν κατανοητή τη βαθύτερη ενότητα που συνδέει τις δυο ηρωϊκές μορφές.
Στους αναγεννησιακούς κύκλους των ερμηνευτών του Αριστοτέλη υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Στην Πάδοβα αυτοί που ερμήνευαν τον Αριστοτέλη με βάση τη διδασκαλία του Αββερόη έρχονται σε αντίθεση με τους έλληνες σχολιαστές του και με τον Πιέτρο Πομπονάτσι. Η βασική τους αντίθεση βρίσκεται στο ζήτημα της αθανασίας της ψυχής. Ο Πιέτρο Πομπονάτσι διατυπώνει στο έργο του De immortialitate anime την άποψη ότι η αθανασία της ψυχής δεν μπορεί να αποδειχθεί. Για να στηρίξει τη θέση αυτή απέναντι στις κατηγορίες που διατύπωσε εναντίον του η καθολική εκκλησία επικαλέστηκε τη θεωρία της διπλής αλήθειας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή ό,τι στους κόλπους της φιλοσοφίας είναι με βάση τη λογική αληθινό δεν είναι αναγκαστικά αληθινό και για την πίστη στο πλαίσιο της θεολογίας. Αντίστροφα τώρα, ό,τι είναι αληθινό με βάση την πίστη στον χώρο της θεολογίας δεν σημαίνει ότι είναι αναγκαστικά αληθινό για το λόγο στο πλαίσιο της φιλοσοφίας. Στην περίπτωση αυτή δικαιούται κανείς να πιστεύει στην αθανασία της ψυχής παρόλο που αυτή δεν μπορεί να θεμελιωθεί με λογικές αποδείξεις. Στην πραγματεία του De incantationibus ο Πομπονάτσι επιχειρεί να παράσχει φυσικές εξηγήσεις για τα γεγονότα τα οποία οι άνθρωποι τότε απέδιδαν στην ενέργεια των δαιμόνων και των πνευμάτων και βάσει αυτών των εξηγήσεων να κρίνει τα θαύματα . Επίσης, στο έργο του De facto επιδιώκει να συνδυάσει την εκδοχή ότι τα ανθρώπινα όντα υπόκεινται στη φυσική νομοτέλεια του κόσμου με τις απόψεις περί του προορισμού και της ελεύθερης βούλησης. Ο Πομπονάτσι με το έργο του επιδρά στη διανόηση της εποχής του και η επιρροή του φτάνει μέχρι τον 17ου αιώνα, οπότε παύει η διδασκαλία του Αριστοτέλη να αποτελεί κύριο μάθημα στα Πανεπιστήμια.
Ο σκοπός της επιστημονικής έρευνας στην Αναγέννηση είναι η γνώση της πραγματικότητας. Η θεωρητική τάση, όπως είχε συμβεί και στο ξεκίνημα του ελληνικού στοχασμού, προσανατολίστηκε ουσιαστικά στη φυσική επιστήμη. Το νεότερο πνεύμα, που είχε αφομοιώσει τα επιτεύγματα της όψιμης αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, αισθάνεται τώρα ότι – σε σχέση με το αρχαίο-έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό του, εσωτερικότητα και βάθος. .
Το νεότερο πνεύμα , που είχε συνείδηση της συγγένειάς του με το αρχαίο στράφηκε αρχικά προς την αρχαιότητα παρόλο τη γεμάτη πάθος ορμή του προς το νέο. Δέχτηκε την γνώση της αρχαίας φιλοσοφίας, που την προσέφερε η ανθρωπιστική κίνηση, και με την έντονη αντίθεσή του στη μεσαιωνική παράδοση ανανέωσε τα συστήματα της ελληνικής φιλοσοφίας. Στη συνολική ιστορική πορεία η επιστροφή στην αρχαιότητα εμφανίζεται ως μια αυθόρμητη προετοιμασία του νεότερου πνεύματος για το δικό του έργο. Με τη βίωση του εννοιολογικού οικοδομήματος των Ελλήνων το νεότερο πνεύμα μπόρεσε να δαμάσει εννοιολογικά τη δική του πλούσια ζωή. Η επιστήμη άφησε τον αινιγματικό της χώρο της εσωτερικότητας και καταπιάστηκε με όλες τις δυνάμεις της με τη διερεύνηση της φύσης, ανοίγοντας νέους και πλατείς δρόμους.
Η ιστορία της φιλοσοφίας της Αναγέννησης είναι η σταδιακή προετοιμασία για τη θεώρηση του κόσμου κάτω από το πρίσμα της φυσικής επιστήμης, η οποία συντελείται με την ουμανιστική ανανέωση της ελληνικής επιστήμης. Η ιστορία αυτή διαιρείται σε δυο περιόδους. Την ανθρωπιστική και τη φυσιογνωστική. Σημείο τομής των δυο περιόδων μπορεί να θεωρηθεί το έτος 1600. Στην πρώτη περίοδο η μεσαιωνική παράδοση υποχωρεί στη γνήσια ελληνική παράδοση. Ο 15ος και ο 16ος αιώνας είναι πλούσιοι σε πολιτισμικά – ιστορικά ενδιαφέροντα και σε λογοτεχνική παραγωγή και παρουσιάζουν από φιλοσοφική άποψη εκείνη τη μετατόπιση της προηγούμενης σκέψης μέσα από την οποία παρουσιάζονται οι νέες ιδέες. Η δεύτερη περίοδος περιλαμβάνει τις απαρχές της νεότερης φυσιογνωστικής έρευνας που προσπαθεί να κατακτήσει την αυτονομία της και τα μεγάλα μεταφυσικά συστήματα του 17ου αιώνα στα οποία οδήγησε αυτή η έρευνα.
Οι δυο χρονικές περίοδοι αποτελούν ένα σύνολο. Στο εσωτερικό κίνητρο του ανθρωπιστικού φιλοσοφικού ρεύματος βρίσκεται η ίδια η ορμή για μια εντελώς νέα γνώση του κόσμου, που τελικά εκπληρώθηκε με την διαμόρφωση των φυσικών επιστημών. Ο τρόπος με τον οποίο συντελέστηκε η εξέλιξη αυτή, οι εννοιολογικοί τύποι στους οποίους αποτυπώθηκε εμφανίζουν σε όλες τις εκφάνσεις τους μια εξάρτηση από την ελληνική φιλοσοφία. Η νεότερη φυσική επιστήμη είναι θυγατέρα του ουμανισμού.
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ
Η αφετηρία της ανθρωπιστικής φιλοσοφικής κίνησης βρίσκεται στην αντίθεση ανάμεσα στην φιλοσοφία του Μεσαίωνα που καταρρέει και στα πρωτότυπα έργα των ελλήνων στοχαστών που από τον 15ο αιώνα γίνονται γνωστά. .Με ενδιάμεσους σταθμούς τη Φλωρεντία και τη Ρώμη έρχεται από το Βυζάντιο ένα μορφωτικό ρεύμα που αλλάζει τη πορεία της ευρωπαϊκής σκέψης.
Επομένως, η ουμανιστική αναγέννηση, η αναβίωση της κλασικής αρχαιότητας. αποτελεί τη συνέχεια και την ολοκλήρωση του Μεσαίωνα ο οποίος ήταν μια διαρκής διαδικασία γνώσης,. προσέγγισης με την αρχαιότητα. Η διαδικασία αυτή αποτελούσε μια αντίστροφη πορεία των κινημάτων της Αρχαιότητας και φτάνει στο τέλος της όταν γίνονται γνωστά όλα τα στοιχεία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας . Σε αυτά τα στοιχεία περιορίζεται και η σημερινή μας γνώση για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Η γνωριμία με τα πρωτότυπα ελληνικά κείμενα και η διάδοση της ανθρωπιστικής παιδείας προκαλούν αρχικά στην Ιταλία και στη συνέχεια στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αγγλία, μια κίνηση αντίθετη στην σχολαστική φιλοσοφία . Η κίνηση αυτή είναι αντίθετη στον τρόπο με τον οποίο ο μεσαίωνας ερμήνευε την ελληνική φιλοσοφία. Συγκεκριμένα, απορρίπτει την μέθοδο που οδηγεί σε αναμφισβήτητα συμπεράσματα με αφετηρία προτάσεις που λαμβάνονται ως apriori δεδομένα και αρνείται την άχαρη τραχύτητα της λατινικής γλώσσας των μοναστηριών . Η κίνηση αυτή θα επικρατήσει με την ανάπλαση των αρχαίων διανοημάτων, με τη γεμάτη φρεσκάδα και παραστατική δύναμη ανθρώπων που είχαν όρεξη για τη ζωή.
Ασφαλώς το ρεύμα που έφερε τις ανατροπές στο χώρο της φιλοσοφικής σκέψης δεν ήταν ενιαίο. Οι δυο βασικές του κατευθύνσεις έχουν σημεία αναφοράς τα οργανωμένα φιλοσοφικά συστήματα του 4ου αιώνα π.Χ. Υπάρχουν από τη μια πλευρά οι οπαδοί της πλατωνικής φιλοσοφίας, οι οποίοι στο μεγαλύτερο μέρος τους θα ήταν σωστό να αποκληθούν νεοπλατωνικοί και από την άλλη οι αριστοτελικοί που έχουν διασπαστεί σε αντιμαχόμενες ομάδες ανάλογα με τους παλαιότερους σχολιαστές που ακολουθούν. Παράλληλα εμφανίστηκαν και οι παλαιότερες διδασκαλίες της ελληνικής κοσμολογίας, των φιλοσόφων της Ιωνίας και των πυθαγορείων. Επίσης, ενισχύθηκε η δημοκρίτεια και η στωϊκή αντίληψη για τη φύση και αναβίωσε ο σκεπτικισμός και ο λαϊκιστικός εκλεκτισμός.
Συνεπώς, η φιλοσοφία της Αναγέννησης βασίζεται άμεσα στην ελληνική φιλοσοφία . Η σύνδεση του ουμανισμού και της φιλοσοφίας της φύσης σχετίζεται με τον Πλάτωνα και αντιτίθεται στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη.
η πρόσληψη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη στην Αναγέννηση.
Η Ακαδημία της Φλωρεντίας που ιδρύθηκε από τον Κοσμά τον Μέδικο ήταν η έδρα του πλατωνισμού.Την πρώτη ώθηση είχε δώσει ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός συγγραφέας πολλών σχολίων, επιτομών και ενός συγγράμματος για την διαφορά της αριστοτελικής από την πλατωνική θεωρία.
Η ανανέωση της αρχαίας γραμματείας αποτελεί κυρίως ενίσχυση του πλατωνισμού. Το ουμανιστικό ρεύμα βρίσκεται σε κίνηση από τον καιρό του Πετράρχη και του Βοκκάκιου και πηγάζει από το ενδιαφέρον για την κοσμική ρωμαϊκή λογοτεχνία. Το ρεύμα αυτό επιβάλλεται στην Ιταλία από τους βυζαντινούς λογίους που μετοίκησαν στην Ιταλία. Ανάμεσα σε αυτούς υπάρχουν οπαδοί της αριστοτελικής και της πλατωνικής φιλοσοφίας. Οι πλατωνικοί αντιπροσωπεύουν κάτι το άγνωστο και για αυτό εντυπωσιάζουν. Στη Δύση είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι ο Αριστοτέλης ήταν ο φιλόσοφος που συμφωνούσε με την επίσημη διδασκαλία της εκκλησίας. Οι αντίπαλοι της διδασκαλίας αυτής αναζητούσαν κάτι νέο το οποίο πίστεψαν ότι βρήκαν στον Πλάτωνα. Ο πλατωνισμός ενισχύεται στη Δύση και εξαιτίας της γοητείας που ασκούσαν τα κείμενα του Πλάτωνα την οποία η αναγέννηση μπορούσε να την αισθανθεί περισσότερο από κάθε άλλη εποχή. Η Ιταλία κυριεύεται από θαυμασμό για τον Πλάτωνα ανάλογο με αυτόν που είχε παρατηρηθεί στο τέλος της Αρχαιότητας. Άμεσο επακόλουθο ήταν η δραστηριοποίηση της Ακαδημίας της Φλωρεντίας όπου με την προστασία των Μεδίκων, αναπτύχθηκε μια πραγματικά πλούσια επιστημονική ζωή. Οι επικεφαλής της Ακαδημίας της Φλωρεντίας Πλήθων Γεμιστός και Βησσαρίων τιμούνται όσο και οι αρχηγοί των νεοπλατωνικών σχολών παλαιότερα.
Η βυζαντινή παράδοση μέσα από την οποία γίνεται δεκτή η πλατωνική διδασκαλία ήταν νεοπλατωνική. Ό,τι διδασκόταν στη Φλωρεντία ως πλατωνισμός ήταν στην ουσία νεοπλατωνισμός. Ο Marsilio Ficino μετέφρασε Πλωτίνο και Πλάτωνα ενώ το έργο του Theologia Platonica δεν διέφερε πολύ από τη θεολογία του Πρόκλου. Ο πλατωνισμός της Αναγέννησης προβάλλει κυρίως την ομορφιά του σύμπαντος Για αυτόν θεότητα είναι το unomnia (εν παν), μια υπέρτερη κοσμική ενότητα που περικλείει αρμονικά την πολλαπλότητα. Με τον τρόπο αυτό μπόρεσε να εξυμνήσει με αφάνταστα γοητευτικό τρόπο την απεραντοσύνη του σύμπαντος , για να καταλήξει σε μια μεταφυσική του φωτός, όπου η θεότητα δοξάζεται ως omnilucentia ( πάμφωτη). Ο πανθεϊστικός χαρακτήρας αυτής της θεώρησης, αρκούσε για να κάνει τον πλατωνισμό ύποπτο στους εκκλησιαστικούς κύκλους και να δώσει ένα κατάλληλο πρόσχημα για να τον καταπολεμήσουν. Την ευκαιρία την εκμεταλλεύονται όχι μόνο οι σχολαστικοί οπαδοί της αριστοτελικής φιλοσοφίας αλλά και οι υπόλοιποι αντίπαλοι του πλατωνισμού. Οι πλατωνικοί κατηγορούν τον νέο ουμανιστικό προσανατολισμό για τις φυσιοκρατικές του τάσεις και τονίζουν την συγγένεια που είχε με τον χριστιανισμό ο δικός τους προσανατολισμός προς το υπεραισθητό. Τα δυο μεγάλα ρεύματα της ελληνικής φιλοσοφίας αντιπαλεύουν το ένα το άλλο ότι δεν είναι χριστιανικό. Ο Πλήθων με το πνεύμα αυτό καταπολέμησε τους αριστοτελικούς στο έργο του «Νόμων Συγγραφή», με αποτέλεσμα να καταδικαστεί από τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Γεννάδιο. Με το ίδιο πνεύμα ο Γεώργιος Τραπεζούντιος επιτίθεται στην Ακαδημία, και σε ηπιότερους τόνους τον αντικρούει ο Βησσαρίων. Συνεπώς, στην Αναγέννηση ανανεώνεται η παλαιά έχθρα των αριστοτελικών προς τους πλατωνιστές . Μάταια κάποιοι όπως ο Lenicus Thomaeus προσπαθούν να καταστήσουν κατανοητή τη βαθύτερη ενότητα που συνδέει τις δυο ηρωϊκές μορφές.
Στους αναγεννησιακούς κύκλους των ερμηνευτών του Αριστοτέλη υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Στην Πάδοβα αυτοί που ερμήνευαν τον Αριστοτέλη με βάση τη διδασκαλία του Αββερόη έρχονται σε αντίθεση με τους έλληνες σχολιαστές του και με τον Πιέτρο Πομπονάτσι. Η βασική τους αντίθεση βρίσκεται στο ζήτημα της αθανασίας της ψυχής. Ο Πιέτρο Πομπονάτσι διατυπώνει στο έργο του De immortialitate anime την άποψη ότι η αθανασία της ψυχής δεν μπορεί να αποδειχθεί. Για να στηρίξει τη θέση αυτή απέναντι στις κατηγορίες που διατύπωσε εναντίον του η καθολική εκκλησία επικαλέστηκε τη θεωρία της διπλής αλήθειας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή ό,τι στους κόλπους της φιλοσοφίας είναι με βάση τη λογική αληθινό δεν είναι αναγκαστικά αληθινό και για την πίστη στο πλαίσιο της θεολογίας. Αντίστροφα τώρα, ό,τι είναι αληθινό με βάση την πίστη στον χώρο της θεολογίας δεν σημαίνει ότι είναι αναγκαστικά αληθινό για το λόγο στο πλαίσιο της φιλοσοφίας. Στην περίπτωση αυτή δικαιούται κανείς να πιστεύει στην αθανασία της ψυχής παρόλο που αυτή δεν μπορεί να θεμελιωθεί με λογικές αποδείξεις. Στην πραγματεία του De incantationibus ο Πομπονάτσι επιχειρεί να παράσχει φυσικές εξηγήσεις για τα γεγονότα τα οποία οι άνθρωποι τότε απέδιδαν στην ενέργεια των δαιμόνων και των πνευμάτων και βάσει αυτών των εξηγήσεων να κρίνει τα θαύματα . Επίσης, στο έργο του De facto επιδιώκει να συνδυάσει την εκδοχή ότι τα ανθρώπινα όντα υπόκεινται στη φυσική νομοτέλεια του κόσμου με τις απόψεις περί του προορισμού και της ελεύθερης βούλησης. Ο Πομπονάτσι με το έργο του επιδρά στη διανόηση της εποχής του και η επιρροή του φτάνει μέχρι τον 17ου αιώνα, οπότε παύει η διδασκαλία του Αριστοτέλη να αποτελεί κύριο μάθημα στα Πανεπιστήμια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου